- πηλικότης
- -ητος, ἡ, Α [πηλίκος]1. μέγεθος2. ηλικία3. ο λόγος μιας αναλογίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηλικότης — magnitude fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικοτήτων — πηλικότης magnitude fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότησι — πηλικότης magnitude fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότησιν — πηλικότης magnitude fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητα — πηλικότης magnitude fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητας — πηλικότης magnitude fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητες — πηλικότης magnitude fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητι — πηλικότης magnitude fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλικότητος — πηλικότης magnitude fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)